- Λιγυρία
- (Liguria). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ιταλίας και διοικητική περιφέρεια (5.418 τ. χλμ., 1.560.748 κάτ. το 2001), αντίστοιχη προς την παλιά Δημοκρατία της Γένοβας. Εκτείνεται στα κράσπεδα του κόλπου της Γένοβας με μορφή ημισελήνου, της οποίας το κοίλο τμήμα είναι στραμμένο προς τον νότο. Πρωτεύουσα της Λ. είναι η Γένοβα (603.560 κάτ.).
Η περιοχή έχει ως άξονα τα Λιγυρικά Απένινα όρη, μία οροσειρά ψαμμιτικής και ασβεστολιθικής υφής. Παρά το σχετικά μέτριο ύψος τους (2.200 μ. στο όρος Σακαρέλο), αποτελούν αληθινό φράγμα μεταξύ της ακτής και της ηπειρωτικής Ιταλίας (απουσία εγκάρσιων κοιλάδων, απόκρημνες πλαγιές κυρίως προς την πλευρά της θάλασσας). Η μέτρια απόδοση των εδαφών και η συχνότητα των κατολισθήσεων ανάγκασαν τον πληθυσμό να συγκεντρωθεί σε μια στενή παράκτια λωρίδα που διακόπτεται από πλήθος μικρών κόλπων (Ραπάλο, Λα Σπέτσια), οι οποίοι όμως δεν προσφέρουν αξιόλογα καταφύγια.
Το ηλιόλουστο κλίμα και η βλάστηση (ροδοδάφνες) δίνουν στη λιγυρική ακτή τον τύπο της μεσογειακής ριβιέρα (αποτελεί από τη μία και από την άλλη πλευρά της Γένοβας τη Ριβιέρα ντι Πονέντε και τη Ριβιέρα ντι Λεβάντε) και καθιστούν την περιοχή περίφημη για τις ανθοκαλλιέργειές της, με εξαγωγές στην κεντρική Ευρώπη μέσω του Σαν Ρέμο. Η οικονομία έχει αγροτικό χαρακτήρα, με καλλιέργειες ελιάς και εσπεριδοειδών. Οι τουριστικές εγκαταστάσεις είναι επίσης ανεπτυγμένες και σύγχρονες (Ραπάλο).
Κατά τον 19o αι., χάρη στη διάνοιξη σηράγγων μέσω των Απενίνων, πραγματοποιήθηκε η σύνδεση μεταξύ της κοιλάδας του Πάδου και της παραλίας. Το γεγονός αυτό ευνόησε την ανάπτυξη της Γένοβας, γιατί της έδωσε πρόσβαση σε μία εκτεταμένη ενδοχώρα, που φτάνει μέχρι την Ελβετία και τη Γερμανία. Το λιμάνι της αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο της Ιταλίας, με ετήσια διακίνηση 30 εκατ. τόνων εμπορευμάτων, και συνετέλεσε στη δημιουργία μεγάλων βιομηχανιών (διυλιστήρια πετρελαίου, πετροχημικές, τροφίμων).
Καθεδρικός ναός και μεσαιωνικοί πύργοι στην Αλμπέγκα της Λιγυρίας, στη βόρεια Ιταλία.
Το παλάτι Ντουκάλ στην πρωτεύουσα της Λιγυρίας, Γενοβα (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.